- αντιξύω
- ἀντιξύω (Α)ξύνω αυτόν που με ξύνει («τὸν ξύοντα δ' ἀντιξύειν» — πρβλ. «ξύσε με για να σε ξύσω»).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ξύνω — και ξύω και ξυώ (ΑΜ ξύω, Μ και ξύνω) 1. κάνω κάτι ομαλό και λείο με ξέση, ξέω, λειαίνω («ξύειν κώπας», Θεόφρ.) 2. τρίβω με τα άκρα τών νυχιών ή με όργανο μέρος τής επιφάνειας τού δέρματος (α. «ξύνω το χέρι μου» β. «ξυόμενοι ἥδονται», Δημόκρ.) 3.… … Dictionary of Greek